- πολυφθονερός
- πολυ-φθονερός, όν,A very envious, as Epicurus called the Dialectic school of Megara, Fr.237sq. (ap.D.L.10.8; Plu.2.1086e writes πολυφθόρος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφθονερός — όν, Α (προσωνυμία που αποδιδόταν από τον Επίκουρο στους οπαδούς τής Διαλεκτικής Σχολής τών Μεγάρων) εξαιρετικά φθονερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθονερός] … Dictionary of Greek
πολυφθονερούς — πολυφθονερός very envious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)